συμβουλεύομαι — συμβουλεύω advise pres ind mp 1st sg συμβουλεύω advise pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρηστηριάζομαι — ΜΑ συμβουλεύομαι το μαντείο μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρηστηριάζομαι «συμβουλεύομαι το μαντείο» (< χρηστήριον «μαντείο»)] … Dictionary of Greek
συμβουλεύω — ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν 1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους… … Dictionary of Greek
совет — Заимств. из цслав., ср. др. русск. съвѣтъ, также свѣтъ (Лаврентьевск. летоп.; см. Соболевский, Лекции 48), ст. слав. съвѣтъ συμβούλιον, βουλή (Остром., Клоц., Супр.), которое калькирует греч. συμβούλιον совещание . Сюда же совещаться, тоже цслав … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
совещаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. συμβουλεύομαι) сοветуюсь; (συμφωνέω) сговариваюсь,… … Словарь церковнославянского языка
έρομαι — ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α) 1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.) 2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι 3. αιτώ, ζητώ («στρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας… … Dictionary of Greek
ανακοινώνω — (Α ἀνακοινῶ, όω) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. μεταδίδω, μεταβιβάζω 2. συμβουλεύομαι, ρωτώ ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κοινῶ. ΠΑΡ. ανακοίνωση( ις) νεοελλ. ανακοινωθέν,… … Dictionary of Greek
εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
επικοινώμαι — ἐπικοινῶμαι, άομαι (Α) επιγρ. συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ χρησμό … Dictionary of Greek
κακοβουλεύομαι — (AM) [κακόβουλος] μσν. σκέπτομαι άσχημα για κάποιον, επιβουλεύομαι αρχ. συμβουλεύομαι κακώς, μού δίνουν άσχημες συμβουλές … Dictionary of Greek